- ὄμμα
- τὸ ὄμμα, ατος / ὁ ὀφθαλμός 1. глаз; 2. вид
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ὄμμα — eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek
Ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν. — См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὄμμ' — ὄμμα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμμάτων — ὄμμα eye neut gen pl ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμμασι — ὄμμα eye neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμμασιν — ὄμμα eye neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμματα — ὄμμα eye neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμματε — ὄμμα eye neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμματι — ὄμμα eye neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)